Α΄ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

Α ΙΩΑΝΝΟΥ 1

 

Α Ιω. 1,1           Ὅ ἧν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς·

Α Ιω. 1,1                    Δια τον Υιόν και Λογον του Θεού, ο οποίος υπήρχε προαιωνίως, προ πάσης πνευματικής και υλικής δημιουργίας, τον οποίον ηκούσαμεν με τα αυτιά μας και τον είδαμεν καλά με τα ίδια μας τα μάτια, και είδαμε και ξαναείδαμε πολλές φορές, και αι χείρες μας εψηλάφησαν, δια τον ενυπόστατον Λογον, ο οποίος έχει προαιωνίως την ζωήν και μεταδίδει ζωήν.

Α Ιω. 1,2           καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν·

Α Ιω. 1,2                    -Και αυτή η ενυπόστατος ζωή έλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εφανερώθη μεταξύ μας και την έχομεν ίδει με τα μάτια μας και δίδομεν επίσημον μαρτυρίαν και σας αναγγέλλομεν την αιωνίαν ζωήν, που υπήρχε πάντοτε πλησίον του Πατρός και εφανερώθη εις ημάς τους Αποστόλους και πολλούς άλλους ανθρώπους.

Α Ιω. 1,3           ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Α Ιω. 1,3                    Αυτόν, λοιπόν, που έχομεν ίδει και ακούσει, και είμεθα κατά πάντα αξιόπιστοι μάρτυρες, κηρύττομεν εις σας, δια να έχετε μέσω του Χριστού μαζή μας στενόν σύνδεσμον και ενεργόν συμμετοχήν. Αυτή δε η συμμετοχή και ο σύνδεσμος μαζή μας είναι συμμετοχή, επικοινωνία και σύνδεσμος με τον Θεόν Πατέρα και με τον Υιόν αυτού, τον Ιησούν Χριστόν.

Α Ιω. 1,4           καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη.

Α Ιω. 1,4                    Και αυτά σας τα γράφομεν δια να είναι πλήρης και τελεία η χαρά μας, που πηγάζει από αυτήν ακριβώς την στενήν επικοινωνίαν με τον Θεόν, και μεταξύ μας.

Α Ιω. 1,5           Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν ἀκηκόαμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία.

Α Ιω. 1,5                    Και αυτή είναι η υπόσχεσις, την οποίαν έχομεν ακούσει από αυτόν τον Υιόν και σας αναγγέλλομεν, ότι ο Θεός είναι φως, το απόλυτον φως της απείρου αγιότητος και πάσης τελειότητος και δεν υπάρχει εις αυτόν σκότος ούτε ίχνος σκότους, ουδεμία, ούτε η παραμικροτέρα, κηλίς ατελείας.

Α Ιω. 1,6           ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν·

Α Ιω. 1,6                    Εάν, λοιπόν, είπωμεν ότι έχομεν στενόν σύνδεσμον και επικοινωνίαν με αυτόν, αλλά ζώμεν μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας και της αγνοίας και έχομεν συμπεριφοράν αμαρτωλήν, τότε ψευδόμεθα και ούτε έχομεν ως φρόνημά μας την αλήθειαν ούτε και την τηρούμεν.

Α Ιω. 1,7           ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ ἀλλήλων, καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας.

Α Ιω. 1,7                    Εάν όμως ζώμεν και συμπεριφερώμεθα σύμφωνα με το φως της θείας αληθείας, όπως ζη και υπάρχει πάντοτε μέσα στο απόλυτον ηθικόν φως αυτός ούτος ο Θεός, τότε έχομεν στενήν σχέσιν και κοινωνίαν μεταξύ μας και το αίμα του Ιησού Χριστού, του Υιού του, που εχύθη κατά την σταυρικήν θυσίαν, μας καθαρίζει από κάθε αμαρτίαν.

Α Ιω. 1,8           ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν.

Α Ιω. 1,8                    Εάν είπωμεν, ότι δεν έχομεν αμαρτίαν, εξαπατώμεν τους εαυτούς μας και η αλήθεια του Θεού δεν υπάρχει μέσα μας.

Α Ιω. 1,9           ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας.

Α Ιω. 1,9                    Εάν όμως, με αυτογνωσίαν και συναίσθησιν της ενοχής μας, ομολογούμεν τας αμαρτίας μας, είναι αξιόπιστος ο Θεός, δια την τήρησιν της υποσχέσεώς του περί της αφέσεως των αμαρτιών μας, είναι δε και δίκαιος, ώστε βάσει της θυσίας του Υιού του, να συγχωρήση τας αμαρτίας μας και να μας καθαρίση από κάθε αδικίαν.

Α Ιω. 1,10          ἐὰν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν αὐτόν, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν.

Α Ιω. 1,10                  Εάν είπωμεν, ότι δεν έχομεν αμαρτήσει, είναι ως εάν να διαψεύδωμεν τον Θεόν (ο οποίος βεβαιώνει εις την Αγία Γραφήν ότι· Παντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστίν έως ενός). Και εν τοιαύτη περιπτώσει ο λόγος και η αλήθεια του Θεού δεν υπάρχει έντος ημών.

 

 

Α ΙΩΑΝΝΟΥ 2

 

Α Ιω. 2,1           Τεκνία μου, ταῦτα γράφω ὑμῖν ἵνα μὴ ἁμάρτητε· καὶ ἐάν τις ἁμάρτῃ, παράκλητον ἔχομεν πρὸς τὸν πατέρα, Ἰησοῦν Χριστὸν δίκαιον·

Α Ιω. 2,1                    Παιδάκιά μου, αγαπητά μου παιδιά, σας τα γράφω αυτά, δια να αποφύγετε την αμαρτίαν. Εάν όμως κανείς παρασυρθή και αμαρτήση, ας μη απελπισθή κάτω από το βάρος της αμαρτίας. Διότι έχομεν πλησίον του ουρανίου Πατρός μεσίτην και συνήγορον απείρου αξίας, καθό απολύτως δίκαιον και αναμάρτητον, τον Ιησούν Χριστόν.

Α Ιω. 2,2           καὶ αὐτὸς ἱλασμός ἐστι περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περὶ τῶν ἡμετέρων δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ ὅλου τοῦ κόσμου.

Α Ιω. 2,2                   Και αυτός με την λυτρωτικήν του θυσίαν εξιλεώνει τον Θεόν δια της αμαρτίας μας· και όχι μόνον δια τας ιδικά μας αμαρτίας, αλλά και δια τας αμαρτίας όλου του κόσμου (εφ' όσον όλος ο κόσμος ήθελε πιστεύσει εις αυτόν).

Α Ιω. 2,3           Καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐγνώκαμεν αὐτόν, ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν.

Α Ιω. 2,3                   Και δια τούτο ακριβώς, διότι εθυσίσε τον ευατόν του, ίνα ημείς λάβωμεν εξιλέωσιν των αματιών μας, γνωρίζομεν τον Χριστόν και συνδεόμεθα με αυτόν. Από αυτήν δε την στενήν γνωριμίαν και σχέσιν πληροφορούμεθα, ότι τον έχομεν γνωρίσει καλώς, εάν τηρούμεν τας εντολάς του.

Α Ιω. 2,4           ὁ λέγων, ἔγνωκα αὐτόν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστί, καὶ ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν·

Α Ιω. 2,4                   Εκείνος που λέγει, έχω γνωρίσει πλέον και συνδεθή με τον Θεόν, αλλά δεν τηρεί τας εντολάς αυτού, αυτός είναι ψεύστης και δεν υπάρχει μέσα του η αλήθεια.

Α Ιω. 2,5           ὃς δ᾿ ἂν τηρῇ αὐτοῦ τὸν λόγον, ἀληθῶς ἐν τούτῳ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τετελείωται. ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ ἐσμεν.

Α Ιω. 2,5                   Εκείνος όμως που υπηρετεί το θέλημα του Χριστού, αισθάνεται και έχει βεβαίαν την πληροφορίαν, ότι πράγματι η αγάπη του Θεού υπάρχει πλήρης και τελεία μέσα του. Κατ' αυτόν δε τον τρόπον και γνωρίζομεν, ότι είμεθα ηνωμένοι με αυτόν.

Α Ιω. 2,6           ὁ λέγων ἐν αὐτῷ μένειν ὀφείλει, καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ αὐτὸς οὕτω περιπατεῖν.

Α Ιω. 2,6                   Εκείνος που λέγει, ότι μένει και ζη εν τω Χριστώ, έχει καθήκον να ζη και φέρεται, όπως έζησε και συμπεριεφέρθη μεταξύ μας ο Χριστός.

Α Ιω. 2,7           Ἀδελφοί, οὐκ ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐντολὴν παλαιάν, ἣν εἴχετε ἀπ᾿ ἀρχῆς· ἡ ἐντολὴ ἡ παλαιά ἐστιν ὁ λόγος ὃν ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς.

Α Ιω. 2,7                   Αδελφοί, δεν σας γράφω νέαν, άγνωστον εντολήν, αλλ' εντολήν παλαιάν, την οποίαν έχετε ακούσει από την αρχήν, που επιστεύσατε και επιστρέψατε προς τον Χριστόν. Και η εντολή αυτή η παλαιά είναι το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που έχετε ακούσει εξ αρχής, και το οποίον είναι κήρυγμα αγάπης.

Α Ιω. 2,8           πάλιν ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ὅ ἐστιν ἀληθὲς ἐν αὐτῷ καὶ ἐν ὑμῖν, ὅτι ἡ σκοτία παράγεται καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἤδη φαίνει.

Α Ιω. 2,8                   Αλλά πάλιν την παλαιάν εντολήν σας την γράφω τώρα και ως νέαν, όπως και πράγματι είναι. Και αυτό φαίνεται τόσον δια του Ιησού Χριστού, ο οποίος την εδίδαξε και την εφήρμοσε στον τέλειον βαθμόν, φαίνται και από σας, που την εφαρμόζετε μεταξύ σας. Αυτή δε η αγάπη δε τα λαμπρά της αποτελέσματα μας πληροφορεί, ότι το σκότος της πλάνης και της αμαρτίας παρέρχεται, το δε αληθινόν φως της γνώσεως και της αρετής φωτίζει τώρα τον κόσμον.

Α Ιω. 2,9           ὁ λέγων ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶν ἕως ἄρτι.

Α Ιω. 2,9                   Εκείνος όμως που λέγει, ότι υπάρχει και ζη μέσα εις αυτό το φως, αλλά μισεί τον αδελφόν του, αυτός μέχρι της ώρας που ευρίσκεται μέσα εις μίαν τέτοια καταστάση ζη όχι στο φως, αλλά μέσα στο σκοτάδι.

Α Ιω. 2,10          ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει, καὶ σκάνδαλον ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν·

Α Ιω. 2,10                 Εξ αντιθέτου, εκείνος που αγαπά ειλικρινώς τον αδελφόν του, αυτός μένει πράγματι και ζη στο φως του Χριστού και ούτε σκάνδαλον γίνεται αυτός δια τον άλλον ούτε ο ίδιος σκανδαλίζεται και πικραίνεται εκ μέρους των άλλων.

Α Ιω. 2,11          ὁ δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶ καὶ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καὶ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει, ὅτι ἡ σκοτία ἐτύφλωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ.

Α Ιω. 2,11                  Οποιος όμως μισεί τον αδελφόν του, ευρίσκεται μέσα στο σκοτάδι, φέρεται δε και ενεργεί κατά τρόπον σκοτεινόν και αμαρτωλόν, και δεν γνωρίζει που πηγαίνει, αλλά σαν τυφλός περιπλανάται, διότι το σκότος της αμαρτωλής ζωής έχει τυφλώσει τα μάτια της ψυχής του.

Α Ιω. 2,12          Γράφω ὑμῖν, τεκνία, ὅτι ἀφέωνται ὑμῖν αἱ ἁμαρτίαι διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ.

Α Ιω. 2,12                 Παιδάκια μου, αγαπητά μου παιδιά, σας γράφω αυτά σαν πιστοί Χριστιανοί που είσθε, έχουν συγχωρηθή αι αμαρτίαι σας δια της πίστεώς σας στο όνομα του Ιησού Χριστού.

Α Ιω. 2,13          γράφω ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρόν. ἔγραψα ὑμῖν, παιδία, ὅτι ἐγνώκατε τὸν πατέρα.

Α Ιω. 2,13                 Γράφω εις σας, τους προωδευμένους χριστιανούς, που δια την ηλικίαν και την χριστιανικήν σας ζωήν σας ταιριάζει να λέγεσθε πατέρες, διότι έχετε γνωρίσει καλά τον προ πάσης αρχής αιώνιον λόγον του Θεού. Γράφω εις σας, νέοι, διότι έχετε νικήσει τον πονηρόν στους διαφόρους πειρασμούς, που σας έχει φέρει. Εχω γράψει εις σας παιδιά μου, διότι εγνωρίσατε τον Θεόν Πατέρα, όχι μόνον από την θεωρητικήν διδασκαλίαν, αλλά και από την προσωπικήν σας δια της πίστεως και της αρετής πείραν.

Α Ιω. 2,14          ἔγραψα ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. ἔγραψα ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι ἰσχυροί ἐστε καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν.

Α Ιω. 2,14                 Σας έγραψα, πατέρες, διότι έχετε γνωρίσει τον προαιώνιον Λογον του Θεού, τον Χριστόν. Σας έγραψα, νέοι, διότι είσθε ισχυροί εις την πνευματικήν ζωήν και ο λόγος του Θεού μένει μέσα σας και καρποφορεί και έχετε νικήσει τον πονηρόν.

Α Ιω. 2,15          μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρὸς ἐν αὐτῷ·

Α Ιω. 2,15                 Μη αγαπάτε τον αμαρτωλόν κόσμον ούτε τας ματαίας απολαύσεις και τας αμαρτωλάς τέρψεις, που υπάρχουν στον κόσμον και αι οποίαι χωρίζουν τον άνθρωπον από τον Θεόν. Εάν κανείς αγαπά τον κόσμον της αμαρτίας, η αγάπη του Θεού Πατρός, δεν υπάρχει μέσα του.

Α Ιω. 2,16          ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί.

Α Ιω. 2,16                 Διότι κάθε τι που υπάρχει μέσα στον μακράν του Θεού κόσμον, όπως παραδείγματος χάριν είναι η διεφθαρμένη σαρκική επιθυμία, η αμαρτωλή επιθυμία που εισέρχεται εις την καρδίαν από τα απρόσεκτα μάτια και η αλαζονεία του βίου, αυτά δεν είναι από τον Θεόν και Πατέρα, αλλά προέρχονται από τον αμαρτωλόν κόσμον.

Α Ιω. 2,17          καὶ ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα.

Α Ιω. 2,17                 Και ο μάταιος και αμαρτωλός αυτός κόσμος παρέρχεται, όπως και η επιθυμία που γεννούν αι προκλητικαί τέρψστου. Εκείνος όμως που τηρεί το θέλημα του Θεού έχει την αιώνιον ζωήν και μένει αιωνίως κοντά στον Θεόν.

Α Ιω. 2,18          Παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν.

Α Ιω. 2,18                 Παιδιά μου, τελευταία και κρίσιμος είναι η σημερινή εποχή. Και καθώς έχετε ακούσει από την διδασκαλίαν των Αποστόλων, ότι ο αντίχριστος έρχεται· και τώρα πολλοί αντίχριστοι, πλανεμένοι και αιρετικοί, όργανα του αντιχρίστου έχουν έλθει. Από αυτό, λοιπόν, μανθάνομεν, ότι είναι κρίσιμος η εποχή μας.

Α Ιω. 2,19          ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ᾿ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν· εἰ γὰρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἂν μεθ᾿ ἡμῶν· ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσὶ πάντες ἐξ ἡμῶν.

Α Ιω. 2,19                 Αυτοί δε οι αντίχριστοι από ημάς τους Χριστιανούς εβγήκαν και απεμακρύνθησαν από την Εκκλησίαν. Αλλά δεν ήσαν πράγματι από ημάς, δεν υπήρξαν ποτέ γνήσιοι και άδολοι Χριστιανοί, διότι εάν ήσαν από ημάς, αληθινά πιστοί στον Χριστόν, θα είχαν μείνει μαζή μας. Κιβδηλοι όμως καθώς ήσαν, εξέκοψαν και απεμακρύνθησαν από την Εκκλησίαν του Χριστού, δια να φανερωθούν ότι δεν ήσαν όλοι τους από ημάς.

Α Ιω. 2,20          καὶ ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα.

Α Ιω. 2,20                Αυτήν άλλως τε την γνώσιν και διάκρισιν την έχετε και σεις. Σεις έχετε πράγματι πάρει κατά την ώραν του βαπτίσματος σας πνευματικόν χρίσμα, από τον άγιον, τον Ιησούν Χριστόν. Και με τον φωτισμόν αυτόν του Πνεύματος γνωρίζετε όλα τα αναφερόμενα εις την σωτηρίαν (και ημπορείτε να διακρίνετε την πλάνην και την αίρεσιν).

Α Ιω. 2,21          οὐκ ἔγραψα ὑμῖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿ ὅτι οἴδατε αὐτήν, καὶ ὅτι πᾶν ψεῦδος ἐκ τῆς ἀληθείας οὐκ ἔστι.

Α Ιω. 2,21                 Τα παρά πάνω σας τα έφραψα όχι διότι δεν γνωρίζετε την αλήθειαν, αλλ' αντιθέτως, διότι την γνωρίζετε και διότι κανένα ψεύδος δεν προέρχεται ποτέ από την αλήθειαν.

Α Ιω. 2,22          τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν.

Α Ιω. 2,22                Ποίος δε είναι ο ψεύτης, παρά μόνον εκείνος που αρνείται, ότι ο Ιησούς είναι ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού, ο Χριστός; Αυτός είναι πράγματι ο αντίχριστος και ο οπαδός του αντιχρίστου, αυτός που αρνείται τον Θεόν Πατέρα και τον ενανθρωπήσαντα Υιόν.

Α Ιω. 2,23          πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει.

Α Ιω. 2,23                 Καθένας που αρνείται τον Υιόν και δεν τον δέχεται ως τον σαρκωθέντα Λογον και λυτρωτήν του κόσμου, δεν έχει ούτε κι τον Πατέρα.

Α Ιω. 2,24          Ὑμεῖς οὖν ὃ ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἐν ὑμῖν μενέτω. ἐὰν ἐν ὑμῖν μείνῃ ὃ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἠκούσατε, καὶ ὑμεῖς ἐν τῷ υἱῷ καὶ ἐν τῷ πατρὶ μενεῖτε.

Α Ιω. 2,24                Σεις, λοιπόν, αυτό που έχετε ακούσει από την αρχήν της επιστροφής σας προς τον Χριστόν, κρατήσατέ το καλά ώστε να μένη έντος σας. Εάν δε μείνη μέσα σας αυτό που απ' αρχής έχετε ακούσει, και σεις τότε θα μένετε εν τω Υιώ και εν τω Πατρί εις στενήν σχέσιν και κοινωνίαν.

Α Ιω. 2,25          καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν αὐτὸς ἐπηγγείλατο ἡμῖν, τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον.

Α Ιω. 2,25                 Και αυτή είναι η υπόσχεσις, την οποίαν ο ίδιος ο Χριστός μας υποσχέθη, η ζωή δηλαδή η αιώνιος, η τελεία και ακατάλυτος ένωσίς μας και κοινωνία με τον Θεόν.

Α Ιω. 2,26          Ταῦτα ἔγραψα ὑμῖν περὶ τῶν πλανώντων ὑμᾶς.

Α Ιω. 2,26                Αυτά έκρινα να σας γάψω δι' εκείνους, που προσπαθούν να σας παραπλανήσουν με τας αιρετικάς των διδασκαλίας.

Α Ιω. 2,27          καὶ ὑμεῖς, τὸ χρῖσμα ὃ ἐλάβατε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἐν ὑμῖν μένει, καὶ οὐ χρείαν ἔχετε ἵνα τις διδάσκῃ ὑμᾶς, ἀλλ᾿ ὡς τὸ αὐτὸ χρῖσμα διδάσκει ὑμᾶς περὶ πάντων, καὶ ἀληθές ἐστι καὶ οὐκ ἔστι ψεῦδος, καὶ καθὼς ἐδίδαξεν ὑμᾶς μενεῖτε ἐν αὐτῷ.

Α Ιω. 2,27                 Και σεις έχετε το πνευματικόν χρίσμα, το Αγιον Πνεύμα με τας δωρεάς του που ελάβατε από τον Χριστόν και μένει μέσα σας. Και δι' αυτό δεν έχετε ανάγκην να σας διδάξη κανένας άνθρωπος, αλλ' όπως αυτό τούτο το πνευματικόν χρίσμα σας διδάσκει για όλα, και κάθε τι που διδάσκει είναι απολύτως αληθινό και δεν είναι ψευδές, και καθώς εξ αρχής σας έχει διδάξει, έτσι πρέπει να μένετε εν τω Χριστώ και να κρατήτε την αλήθειαν, που το Πνεύμα σας έχει αποκαλύψει.

Α Ιω. 2,28          Καὶ νῦν, τεκνία, μένετε ἐν αὐτῷ, ἵνα ὅταν φανερωθῇ ἔχωμεν παῤῥησίαν καὶ μὴ αἰσχυνθῶμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ.

Α Ιω. 2,28                Και τώρα, λοιπόν, παιδιά μου, μένετε σταθεροί και ηνωμένοι με τον Χριστόν, ώστε, όταν κατά την Δευτέραν Παρουσίαν του φανερωθή ενδόξως, να έχωμεν θάρρος απέναντί του και να μη εντροπιασθώμεν (αποφεύγοντες αυτόν), ένεκα αμαρτίας και ενόχης, κατά την Δευτέραν του Παρουσίαν.

Α Ιω. 2,29          ἐὰν εἰδῆτε ὅτι δίκαιός ἐστι, γινώσκετε ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην ἐξ αὐτοῦ γεγέννηται.

Α Ιω. 2,29                Εφ' όσον δε ξεύρετε καλά, ότι ο Χριστός είναι δίκαιος, γνωρίζετε επίσης από την προσωπικήν σας πείραν ότι καθένας, ο οποίος εφαρμόζει την δικαιοσύνην εις την ζωήν του, έχει γεννηθή και αναγεννηθή από αυτόν.

 

 

Α ΙΩΑΝΝΟΥ 3

 

Α Ιω. 3,1           Ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν. διὰ τοῦτο ὁ κόσμος οὐ γινώσκει ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἔγνω αὐτόν.

Α Ιω. 3,1                    Ιδέτε πόσον πλουσίαν και θαυμαστήν αγάπην μας έχει δώσει ο Πατήρ, ώστε να ονομασθώμεν τέκνα του Θεού. Δια τούτο ο κόσμος δεν μας κατανοεί, διότι δεν εγνώρισε και δεν κατενόησεν τον Θεόν, προς τον οποίον, καθό τέκνα του, ομοιάζομεν.

Α Ιω. 3,2           Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὕπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι.

Α Ιω. 3,2                   Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα του Θεού, αλλ' ακόμη δεν έχει φανερωθή τι θα είμεθα στο μέλλον. Γνωρίζομεν όμως ότι όταν ο Χριστός φανερωθή με όλην αυτού την δόξαν, θα γίνωμεν και ημείς όμοιοι με αυτόν κατά την δόξαν, διότι θα τον ίδωμεν όπως είναι εις όλην του την θείαν δόξαν, η οποία θα είναι και ιδική μας δόξα.

Α Ιω. 3,3           καὶ πᾶς ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾿ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν, καθὼς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι.

Α Ιω. 3,3                   Και ο καθένας που έχει και κρατεί σφικτά αυτήν την ελπίδα στον Χριστόν, καθαρίζει και κρατεί τον ευατόν του αγνόν από κάθε αμαρτίαν, όπως και εκείνος είναι ο απόλυτα καθαρός και άγιος.

Α Ιω. 3,4           Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἀνομίαν ποιεῖ, καὶ ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία.

Α Ιω. 3,4                   Καθένας, ο οποίος πράττει την αμαρτίαν, διαπράττει και την παρανομίαν, διότι καταπατεί τον νόμον του Θεού. Και η αμαρτία είναι καταπάτησις του θείου Νομου.

Α Ιω. 3,5           καὶ οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἄρῃ, καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι.

Α Ιω. 3,5                   Γνωρίζετε δε, ότι ο Χριστός εφανερώθη ως άνθρωπος εις την γην, δια να πάρη επάνω του και εξαλείψη τας αμαρτίας μας, και αμαρτίας δεν υπάρχει καμμιά εις αυτόν, διότι είναι άγιος και απολύτως αναμάρτητος.

Α Ιω. 3,6           πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ μένων οὐχ ἁμαρτάνει· πᾶς ὁ ἁμαρτάνων οὐχ ἑώρακεν αὐτὸν οὐδὲ ἔγνωκεν αὐτόν.

Α Ιω. 3,6                   Καθένας που έχει κοινωνίαν με αυτόν και μένει εν τη κοινωνία με αυτόν, δεν αμαρτάνει. Καθένας όμως που αμαρτάνει, δεν τον έχει αισθανθή με τα μάτια της ψυχής του και δεν τον έχει γνωρίσει ως Θεόν και λυτρωτήν του.

Α Ιω. 3,7           Τεκνία, μηδεὶς πλανάτω ὑμᾶς· ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην δίκαιός ἐστι, καθὼς ἐκεῖνος δίκαιός ἐστιν·

Α Ιω. 3,7                   Αγαπητά μου παιδιά, ας μη σας παραπλανά και σας εξαπατά κανείς με παραπλανητικάς και δολίας διδασκαλίας. Εκείνος που τηρεί δικαιοσύνην και έχει βίον ενάρετον, είναι δίκαιος, όπως και ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός είναι δίκαιος.

Α Ιω. 3,8           ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει. εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.

Α Ιω. 3,8                   Εκείνος που επιμένει να πράττη την αμαρτίαν είναι από τον διάβολον, διότι ο διάβολος εξ αρχής με πείσμα εναντίον του Θεού αμαρτάνει. Δι' αυτόν δε τον σκοπόν ο Υιός του Θεού εφανερώθη ως άνθρωπος επί της γης, δια να καταλύση και καταστρέψη εντελώς τα έργα του διαβόλου.

Α Ιω. 3,9           Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται.

Α Ιω. 3,9                   Καθένας που έχει γεννηθή από τον Θεόν, δεν πράττει την αμαρτίαν, διότι έχει μέσα του ως μόνιμον κατάστασιν την νέαν ζωήν, που του έχει μεταδώσει και φυτεύσει ο Θεός. Και ένας τέτοιος άνθρωπος, που έχει δώσει οριστικώς την θέλησίν του στον Θεόν και την αρετήν, είναι ηθικώς αδύνατον να αμαρτάνη, διότι έχει αναγεννηθή, έχει αποκτήσει το καθ' ομοίωσιν Θεού.

Α Ιω. 3,10          ἐν τούτῳ φανερά ἐστι τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου. πᾶς ὁ μὴ ποιῶν δικαιοσύνην οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ.

Α Ιω. 3,10                 Και εις αυτό ακριβώς το σημείον είναι φανερά και ξεχωρίζουν τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου. Καθένας δηλαδή που δεν ζη βίον ενάρετον, δεν είναι από τον Θεόν, δεν έχει πατέρα τον Θεόν, όπως επίσης και εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφόν του.

Α Ιω. 3,11          ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους,

Α Ιω. 3,11                  Διότι αυτή είναι η θεμελιώδης και σπουδαιοτάτη εντολή, την οποίαν έχετε ακούσει από την αρχήν που επιστεύσατε στον Χριστόν, το να αγαπώμεν ο ένας τον άλλον.

Α Ιω. 3,12          οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· καὶ χάριν τίνος ἔσφαξεν αὐτόν; ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρὰ ἦν, τὰ δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια.

Α Ιω. 3,12                 Και να μη ομοιάζωμεν με τον Καϊν, ο οποίος έσφαξε κατά τον πλέον σκληρόν και απάνθρωπον τρόπον τον αδελφόν του. Και διατί τον έσφαξε; Διότι τα ιδικά του έργα ήσαν πονηρά, ενώ τα έργα του αδελφού του ήσαν δίκαια. (Κατά κανόνα δε ο μοχθηρός και κακός μισεί, θανασίμως τον δίκαιον).

Α Ιω. 3,13          Μὴ θαυμάζετε, ἀδελφοί μου, εἰ μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος.

Α Ιω. 3,13                  Μην απορείτε, λοιπόν, αδελφοί μου, εάν σας μισή ο κόσμος.

Α Ιω. 3,14          ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ.

Α Ιω. 3,14                 Ημείς γνωρίζομεν καλά ότι έχομεν μεταβή από τον πνευματικόν θάνατον εις την πνευματικήν και αιωνίαν ζωήν, διότι αγαπώμεν τους αδελφούς. Εκείνος όμως που δεν αγαπά τον αδελφόν μένει εις την κατάστασιν του πνευματικού θανάτου.

Α Ιω. 3,15          πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί, καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν ἑαυτῷ μένουσαν.

Α Ιω. 3,15                  Καθένας που μισεί τον αδελφόν του, είναι φονιάς, (διότι το μίσος εμπνέει τον φόβον και τον όλεθρον του μισουμένου). Και γνωρίζετε καλά, ότι κάθε φονιάς δεν έχει ζωήν αιώνιον, η οποία να μένη μέσα του ως μόνιμος κατάστασις.

Α Ιω. 3,16          ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι.

Α Ιω. 3,16                 Εχομεν δε γνωρίσει ποία ακριβώς είναι η αγάπη με αυτό, με το ότι δηλαδή ο Χριστός, από άπειρον αγάπην κινούμενος, παρέδωκε την ζωήν του στον σταυρικόν θάνατον προς χάριν ημών. Ετσι επομένως και ημείς έχομεν υποχρέωσιν, σύμφωνα με το παράδειγμά του, να θυσιάζωμεν και την ζωήν μας υπέρ των αδελφών μας (και όχι όπως ο Καϊν να αφαιρούμεν την ζωήν των η καθ' οιανδήποτε τρόπον να αδικούμεν αυτούς).

Α Ιω. 3,17          ὃς δ᾿ ἂν ἔχῃ τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ;

Α Ιω. 3,17                  Οποίος όμως έχει τα αγαθά του κόσμου (που κάμνουν άνετον την ζωήν) και βλέπει τον αδελφόν του να έχη ανάγκην, κλείσει δε τα σπλάγχνα του και μείνει αναίσθητος εις την δυστυχίαν εκείνου, πως είναι δυνατόν η αγάπη του Θεού να μένη μέσα του;

Α Ιω. 3,18          Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ.

Α Ιω. 3,18                 Αγαπημένα μου παιδιά, ας μη αγαπώμεν με τα λόγια μόνον και με την γλώσσαν, αλλ' ας αγαπώμεν με τα έργα της καλωσύνης και με την ειλικρίνειάν που επιβάλλει ο Θεός.

Α Ιω. 3,19          καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμέν, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ πείσομεν τὰς καρδίας ἡμῶν,

Α Ιω. 3,19                 Και με αυτό, δηλαδή με την ειλικρινή αγάπην και αγαθοεργίαν, γνωρίζομεν ότι καταγόμεθα από την αλήθειαν, από τον Θεόν, ο οποίος είναι η αλήθεια. Επειδή δε τοιαύτην έχομεν την καταγωγήν και αγωνιζόμεθα να ασκούμεν την αγάπην, θα πείσωμεν και θα ειρηνεύσωμεν τας συνειδήσεις μας, ενώπιον του Θεού, ότι ορθώς πράττομεν.

Α Ιω. 3,20          ὅτι ἐὰν καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ καρδία, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ Θεὸς τῆς καρδίας ἡμῶν καὶ γινώσκει πάντα.

Α Ιω. 3,20                 Εάν όμως μας κατηγορή η συνείδησις, ότι με τα λόγια μόνον αγαπώμεν τον αδελφόν, πολύ περισσότερον θα μας κατηγορήση ο Θεός, ο οποίος είναι βέβαια απείρως ανώτερος από την συνείδησίν μας και γνωρίζει πλήρως και τελείως, καλύτερα από αυτήν, τα πάντα.

Α Ιω. 3,21          ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν παῤῥησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν,

Α Ιω. 3,21                 Αγαπητοί, εάν η συνείδησίς μας δεν μας κατηγορή, τότε έχομεν θάρρος προς τον Θεόν,

Α Ιω. 3,22          καὶ ὃ ἐὰν αἰτῶμεν λαμβάνομεν παρ᾿ αὐτοῦ ὅτι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηροῦμεν καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον αὐτοῦ ποιοῦμεν.

Α Ιω. 3,22                 και ο,τιδήποτε και αν του ζητούμεν, το λαμβάνομεν από αυτόν, διότι τηρούμεν τας εντολάς του και πράττομεν αυτά, που του είναι ευάρεστα. Και γινόμεθα έτσι τέκνα των ευλογιών του.

Α Ιω. 3,23          καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀγαπῶμεν ἀλλήλους καθὼς ἔδωκεν ἐντολήν.

Α Ιω. 3,23                 Λοιπόν αυτή είναι η θεμελιώδης και σπουδαιοτάτη εντολή του, να πιστεύωμεν δηλαδή στο όνομα του Υιού του, Ιησού Χριστού, και να αγαπώμεν με ειλικρίνειαν ο ένας τον άλλον σύμφωνα με την εντολήν της αγάπης που μας έδωσεν ο Χριστός.

Α Ιω. 3,24          καὶ ὁ τηρῶν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν αὐτῷ. καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι μένει ἐν ἡμῖν, ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἡμῖν ἔδωκεν.

Α Ιω. 3,24                 Και εκείνος, που τηρεί τας εντολάς του Θεού, μένει στον Θεόν και ο Θεός μένει εις αυτόν. Και με αυτόν ακριβώς τον τρόπον έχομεν βεβαίαν την πληροφορίαν της συνειδήσεως, και γνωρίζομεν οτι ο Θεός μένει μέσα μας, από το Πνεύμα που μας έχει δώσει και το οποίον μας πληροφορεί δια την κοινωνίαν και ενότητα μας με τον Θεόν.

 

 

Α ΙΩΑΝΝΟΥ 4

 

Α Ιω. 4,1           Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον.

Α Ιω. 4,1                    Αγαπητοί, μη δίδετε εμπιστοσύνην εις κάθε πνεύμα ανθρώπων, αλλά να εξετάζετε τους ανθρώπους, που διαβεβαιώνουν ότι έχουν Πνεύμα Θεού και πνευματικά χαρίσματα, εάν πράγματι είναι από τον Θεόν, διότι πολλοί ψευδοπροφήται έχουν βγη στον κόσμον.

Α Ιω. 4,2           ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἔστι·

Α Ιω. 4,2                   Ημπορείτε δε να ξεχωρίζετε και να γνωρίζετε το Πνεύμα του Θεού με τούτο το κριτήριον· κάθε δηλαδή άνθρωπος που παρουσιάζεται ότι έχει Πνεύμα Θεού, εάν ομολογή αδιστάκτως και πιστεύη, ότι ο Ιησούς Χριστός έλαβε σάρκα και ήλθεν ως Θεάνθρωπος λυτρωτής εις την γην, είναι πράγματι εκ του Θεού.

Α Ιω. 4,3           καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη.

Α Ιω. 4,3                   Και κάθε άνθρωπος, που ισχυρίζεται, ότι εμπνέεται από το Πνεύμα, δεν ομολογεί όμως, ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εκ του ουρανού και έλαβε σάρκα ανθρωπίνην, αυτός δεν είναι από τον Θεόν. Και αυτό ακριβώς, το να αρνήται κανείς την ενανθρώπησιν του Υιού του Θεού, είναι το κήρυγμα του αντιχρίστου, περί του οποίου έχετε ακούσει ότι πρόκειται να έλθη.

Α Ιω. 4,4           Ὑμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστε, τεκνία, καὶ νενικήκατε αὐτούς, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ.

Α Ιω. 4,4                   Και τώρα ευρίσκεται στον κόσμον εκπροσωπούμενος από τους αιρετικούς και τους ψευδοδιδασκάλους. Σεις, όμως, αγαπητά μου παιδιά, είσθε από τον Θεόν και έχετε νικήσει τους αιρετικούς, τους προδρόμους αυτούς του αντιχρίστου, διότι είναι μεγαλύτερος ο Θεός, που ευρίσκεται μέσα σας, που σας φωτίζει και σας ενισχύει, παρά ο σατανάς, που ενεργεί μέσα στον σκληρόν και αμετανόητον κόσμον.

Α Ιω. 4,5           αὐτοὶ ἐκ τοῦ κόσμου εἰσί· διὰ τοῦτο ἐκ τοῦ κόσμου λαλοῦσι καὶ ὁ κόσμος αὐτῶν ἀκούει.

Α Ιω. 4,5                   Αυτοί οι ψευδοπροφήται προέρχονται από τον αμαρτωλόν κόσμον. Δια τούτο και ομιλούν σύμφωνα με τας αμαρτωλάς αντιλήψεις και διαθέσστου κόσμου και ο κόσμος τους ακούει και τους προσέχει.

Α Ιω. 4,6           ἡμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν· ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡμῶν. ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀκούει ἡμῶν. ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης.

Α Ιω. 4,6                   Ημείς όμως, οι απόστολοι και οι κήρυκες του Ευαγγελίου, είμεθα εκ του Θεού και εμπνεόμεθα από αυτόν. Εκείνος δε που έχει γνωρίσει και πιστεύσει στον Θεόν, μας ακούει με προθυμίαν και προσοχήν. Οποιος όμως δεν προέρχεται από τον Θεόν, δεν μας ακούει και δεν δέχεται το κήρυγμά μας. Με αυτό δε το κριτήριον γνωρίζομεν και ξεχωρίζομεν το Πνεύμα της αληθείας, και το πνεύμα του διαβόλου, που οδηγεί εις την πλάνην.

Α Ιω. 4,7           Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν.

Α Ιω. 4,7                   Αγαπητοί, ας αγαπώμεν ο ένας τον άλλον, διότι η αγάπη προέρχεται εκ του Θεού, ο οποίος είναι αγάπη. Και καθένας που αγαπά με ειλικρίνειαν τους άλλους, έχει γεννηθή από τον Θεόν, ζη εν τω Θεώ και ως εκ τούτου γνωρίζει τον Θεόν.

Α Ιω. 4,8           ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν.

Α Ιω. 4,8                   Εκείνος όμως που δεν έχει αυτήν την αγάπην, δεν εγνώρισε ποτέ τον Θεόν, διότι ο Θεός είναι αγάπη και η πηγή της αγάπης.

Α Ιω. 4,9           ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾿ αὐτοῦ.

Α Ιω. 4,9                   Εφανερώθη δε εν μέσω ημών αυτή η άπειρος αγάπη του Θεού με τούτο το μέγα γεγονός· με το ότι δηλαδή ο Θεός έστειλε τον μονογενή του Υιόν στον κόσμον, δια να αποκτήσωμεν ημείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι με την θυσίαν εκείνου την αιωνίαν ζωήν.

Α Ιω. 4,10          ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν.

Α Ιω. 4,10                 Και στούτο ακριβώς συνίσταται και φαίνεται η αγάπη του Θεού, στο ότι δεν είμεθα ημείς, που πρώτοι ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' στο ότι αυτός ημάς τους αμαρτωλούς και ενόχους μας ηγάπησε και έστειλε τον Υιόν του, δια να προσφέρη τον εαυτόν του λυτρωτικήν θυσία υπέρ των αμαρτιών μας και να μας συμφιλιώση με τον Θεόν.

Α Ιω. 4,11          Ἀγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν.

Α Ιω. 4,11                  Αγαπητοί, εάν κατ' αυτόν τον θαυμαστόν τρόπον μας ηγάπησεν ο Θεός, έχομεν και ημείς υποχρέωσιν να αγαπώμεν ο ένας τον άλλον.

Α Ιω. 4,12          Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται· ἐὰν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστὶν ἐν ἡμῖν.

Α Ιω. 4,12                 Τον Θεόν κανείς ποτέ έως τώρα δεν έχει ιδεί και γνωρίσει εις όλην του την τελειότητα. Εάν όμως αγαπώμεν ο ένας τον άλλον, τότε ο αόρατος και ακατάληπτος Θεός μένει έντος ημών και η άπειρος αγάπη του παραμένει πλήρης και τελεία μέσα μας.

Α Ιω. 4,13          ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν.

Α Ιω. 4,13                 Με τούτο το γεγονός γνωρίζομεν, ότι μένομεν μέσα στον Θεόν και ο Θεός μένει έντος ημών, με το ότι μας έχει δώσει από το πνεύμα του και κατέστησε τον εαυτόν μας κατοικίαν ιδικήν του.

Α Ιω. 4,14          Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου.

Α Ιω. 4,14                 Και ημείς οι Απόστολοι είδαμεν με τα ίδια μας τα μάτια και σαν αυτόπται μάρτυρες διαβεβαιώνομεν, ότι ο Θεός Πατήρ από την άπειρον προς ημάς αγάπην του κινούμενος έστειλε τον Υιόν του σωτήρα του κόσμου.

Α Ιω. 4,15          ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ.

Α Ιω. 4,15                 Οποιος, λοιπόν ομολογήσει με καθαράν και ακλόνητον πίστιν, ότι ο Ιησούς είναι ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, ο Θεός μένει έντος αυτού και αυτός μένει εν τω Θεώ.

Α Ιω. 4,16          καὶ ἡμεῖς ἐγνώκαμεν καὶ πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην ἣν ἔχει ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν. Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ.

Α Ιω. 4,16                 Και ημείς από όσα είδαμεν και ηκούσαμεν και εδοκιμάσαμεν εκ πείρας, έχομεν γνωρίσει και έχομεν πιστεύσει εις αυτήν την αγάπην, την οποίαν έχει προς ημάς ο Θεός. Ο Θεός είναι η αγάπη και η πηγή της αγάπης και όποιος μένει εις αυτήν την αγάπην και την ασκεί δια των έργων, μένει εν τω Θεώ και ο Θεός μένει εν αυτώ.

Α Ιω. 4,17          Ἐν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη μεθ᾿ ἡμῶν, ἵνα παῤῥησίαν ἔχωμεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ὅτι καθὼς ἐκεῖνός ἐστι, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ.

Α Ιω. 4,17                 Τούτο δε είναι τοό σημείον και η απόδειξις, ότι η αγάπη μας έχει ολοκληρωθή και φθάσει στον τέλειον βαθμόν, το να έχωμεν θάρρος και να περιμένωμεν άφοβοι την μεγάλην εκείνην ημέραν της Κρίσεως. Διότι με την αγάπην γινόμεθα όμοιοι προς Εκείνον, που υπάρχει τώρα στους ουρανούς πλήρης αγάπης, ημείς, οι οποίοι γεμάτοι αγάπην ζώμεν και ευρισκόμεθα ακόμη ανάμεσα στον αμαρτωλόν κόσμον.

Α Ιω. 4,18          φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ.

Α Ιω. 4,18                 Φοβος ενώπιον του κριτού και της κρίσεως δεν υπάρχει εις την καρδίαν του ανθρώπου, που αγαπά, αλλ' η τελεία κατά Θεόν αγάπη βγάζει έξω από την ψυχήν και διώχνει τον φόβον. Διότι ο φόβος προϋποθέτει την τιμωρίαν εξ αιτίας της ενοχής. Και εκείνος που φοβείται εξ αιτίας της ενοχής του, είναι φανερόν ότι δεν έχει προχωρήσει και δεν έχει γίνει τέλειος εις την αγάπην.

Α Ιω. 4,19          Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς.

Α Ιω. 4,19                 Ολοι ημείς οι πιστοί αγαπώμεν τον Θεόν, επειδή έχομεν γνωρίσει και αισθανθή βαθειά, ότι αυτός πρώτος μας έχει αγαπήσει.

Α Ιω. 4,20          ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἐώρακε, τὸν Θεόν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;

Α Ιω. 4,20                Εάν όμως κανείς πη ότι αγαπώ τον Θεόν και συγχρόνως μισή τον αδελφόν του, είναι ψεύστης. Διότι εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφόν του, τον οποίον είδε και βλέπει κάθε ημέραν, πως είναι δυνατόν να αγαπά τον Θεόν, τον οποίον ποτέ δεν έχει ίδει·

Α Ιω. 4,21          καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ.

Α Ιω. 4,21                 Και αυτήν την εντολήν έχομεν πάρει από αυτόν· εκείνος που αγαπά τον Θεόν να αγαπά και τον αδελφόν του.

 

 

Α ΙΩΑΝΝΟΥ 5

 

Α Ιω. 5,1           Πᾶς ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός, ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν τὸν γεννήσαντα ἀγαπᾷ καὶ τὸν γεγεννημένον ἐξ αὐτοῦ.

Α Ιω. 5,1                    Καθένας που έχει την αληθινήν και ενεργόν πίστιν, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος λυτρωτής, έχει γεννηθή πνευματικώς από τον Θεόν και καθένας που αγαπά τον Θεόν, ο οποίος τον έχει γεννήσει πνευματικώς, αγαπά και τον αδελφόν του, που έχει γεννηθή από τον ίδιον Θεόν Πατέρα.

Α Ιω. 5,2           ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἀγαπῶμεν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸν Θεὸν ἀγαπῶμεν καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν.

Α Ιω. 5,2                   Με τούτο εδώ το γεγονός γνωρίζομεν, ότι αγαπώμεν ειλικρινώς τα τέκνα του Θεού, όταν αγαπώμεν τον Θεόν με όλην μας την δύναμιν και αγωνιζόμεθα να τηρούμεν τας εντολάς του.

Α Ιω. 5,3           αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἵνα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν· καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν,

Α Ιω. 5,3                   Διότι αυτή είναι η προς τον Θεόν ειλικρινής αγάπη, να τηρούμεν τας εντολάς του και αι εντολαί του δεν είναι καταθλιπτικαί και ακατόρθωτοι.

Α Ιω. 5,4           ὅτι πᾶν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὸν κόσμον· καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν.

Α Ιω. 5,4                   Διότι καθένας, που έχει αναγεννηθή από τον Θεόν, νικά τον αμαρτωλόν κόσμον, ο οποίος παρεμβάλλει δυσκολίας εις την τήρησιν του θείου θελήματος. Και αυτή είναι η νίκη, η οποία ενίκησε τον κόσμον της αμαρτίας, η πίστις ημών, (η οποία καταλύει την αμαρτίαν και οδηγεί στον δρόμον της αρετής και της ζωής).

Α Ιω. 5,5           τίς ἐστιν ὁ νικῶν τὸν κόσμον εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ;

Α Ιω. 5,5                   Ποιός δε είναι εκείνος, που νικά πράγματι τον κόσμον των απατηλών τέρψεων και αμαρτιών, παρά μόνον εκείνος, που αδίστακτα πιστεύει, ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, που ενηνθρώπησε δια την σωτηρίαν των ανθρώπων;

Α Ιω. 5,6           Οὗτός ἐστιν ὁ ἐλθὼν δι᾿ ὕδατος καὶ αἵματος, Ἰησοῦς Χριστός· οὐκ ἐν τῷ ὕδατι μόνον, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ὕδατι καὶ τὸ αἵματι· καὶ τὸ Πνεῦμά ἐστι τὸ μαρτυροῦν, ὅτι τὸ Πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια.

Α Ιω. 5,6                   Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λογος του Θεού, που ήλθε εις την γην ως άνθρωπος και απεδείχθη ως Μεσσίας δια του βαπτίσματος στο ύδωρ του Ιορδάνου, όπου εμαρτυρήθη από τον Πατέρα ως Υιός του αγαπητός και δια του αίματός του, που προσέφερε ως θυσίαν προς τον Θεόν δια την σωτηρίαν ημών. Και δεν απεδείχθη Μεσσίας δια του βαπτίσματος μόνον, αλλά και δια του αίματός του, που έχυσε ως θυσίαν επάνω στον σταυρόν. Αλλά και το Αγιον Πνεύμα είναι εκείνο, που μαρτυρεί περί αυτού και η μαρτυρία αυτή είναι απολύτως αληθινή, διότι το Πνεύμα το Αγιον είναι αυτή αύτη η αλήθεια.

Α Ιω. 5,7           ὅτι τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι·

Α Ιω. 5,7                   Διότι τρεις είναι εκείνοι, οι οποίοι μαρτυρούν στον ουρανόν και λέγουν πάντοτε την απόλυτον και καθαράν αλήθειαν, ο Πατήρ, ο Λογος και το Αγιον Πνεύμα. Και αυτοί οι τρεις είναι ένα, διότι έχουν την αυτήν φύσιν και ουσίαν.

Α Ιω. 5,8           καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ, τὸ Πνεῦμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα, καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ ἕν εἰσιν.

Α Ιω. 5,8                   Και τρεις είναι εκείνοι, που μαρτυρούν κάτω εις την γην· το Αγιον Πνεύμα με τας προφητείας και αποκαλύψεις, το βάπτισμα του Χριστού στο ύδωρ του Ιορδάνου και το αίμα του Χριστού, που εχύθη κατά την σταυρικήν θυσίαν. Και τα τρία αυτά μαρτυρούν δια το ένα και το αυτό γεγονός, δια τον Ιησούν Χριστόν ως Θεάνθρωπον λυτρωτήν.

Α Ιω. 5,9           εἰ τὴν μαρτυρίαν τῶν ἀνθρώπων λαμβάνομεν, ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ μείζων ἐστίν· ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ ἣν μεμαρτύρηκε περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.

Α Ιω. 5,9                   Εάν δε δεχώμεθα ως αληθηνήν την μαρτυρίαν των ανθρώπων, οι οποίοι ως άνθρωποι πιθανόν και να πλανώνται, ακόμη περισσότερον και χωρίς κανένα δισταγμόν πρέπει να δεχθώμεν την μαρτυρίαν του Θεού, επειδή αυτή είναι ασυγκρίτως ανωτέρα από την μαρτυρίαν των ανθρώπων· διότι η παρά πάνω μαρτυρία είναι η απολύτως αξιόπιστος μαρτυρία του Θεού, την οποίαν έχει δώσει, κατά τον πλέον επίσημον τρόπον περί του Υιού του.

Α Ιω. 5,10          ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν μαρτυρίαν ἐν αὐτῷ· ὁ μὴ πιστεύων τῷ Θεῷ ψεύστην πεποίηκεν αὐτόν, ὅτι οὐ πεπίστευκεν εἰς τὴν μαρτυρίαν ἣν μεμαρτύρηκεν ὁ Θεὸς περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.

Α Ιω. 5,10                 Εκείνος δε που πιστεύει αδίστακτα στον Υιόν του Θεού, έχει αυτήν την μαρτυρίαν μέσα του, επικυρωμένην και από την προσωπικήν του πείραν ως πιστού Χριστιανού. Εκείνος όμως που δεν πιστεύει στον Θεόν, είναι σαν να έχη κάμει αυτόν ψεύστην και ανάξιον εμπιστοσύνης, διότι δεν έχει πιστεύσει εις την επίσηνος μαρτυρίαν, την οποίαν έχει δώσει ο Θεός περί του Υιού του.

Α Ιω. 5,11          καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία, ὅτι ζωὴν αἰώνιον ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός, καὶ αὕτη ἡ ζωὴ ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἐστιν.

Α Ιω. 5,11                  Και αυτή είναι η μεγάλη μαρτυρία του Θεού, ότι αυτός έδωκεν εις ημάς τους πιστούς ζωήν αιώνιον. Και αυτή η αιώνιος και μακαρία ζωή υπάρχει στον Υιόν του και μεταδίδεται δια του Υιού του εις όσους πιστεύουν εις αυτόν.

Α Ιω. 5,12          ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν· ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει.

Α Ιω. 5,12                 Διότι πράγματι εκείνος που έχει εις την καρδίαν του τον Υιόν και είναι ενωμένος με αυτόν δια της πίστεως, έχει την μαρτυρίαν και την αιωνίαν ζωήν. Εκείνος όμως που δεν έχει μέσα του τον Υιόν του Θεού, δεν έχει την αιωνίαν ζωήν.

Α Ιω. 5,13          Ταῦτα ἔγραψα ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῆτε ὅτι ζωὴν αἰώνιον ἔχετε, καὶ ἵνα πιστεύητε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Α Ιω. 5,13                  Εγραψα αυτά εις σας, που πιστεύετε με όλην σας την καρδίαν στο όνομα του Υιού του Θεού, δια να γνωρίσετε καλά, ότι έχετε αιωνίαν ζωήν και δια να πιστεύσετε ακόμη περισότερον και σταθερότερον στο όνομα του Υιού του Θεού.

Α Ιω. 5,14          καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ παῤῥησία ἣν ἔχομεν πρὸς αὐτόν, ὅτι ἐάν τι αἰτώμεθα κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ, ἀκούει ἡμῶν.

Α Ιω. 5,14                 Και αυτή η πίστις είναι το θάρρος και η παρρησία, που έχομεν προς τον Θεόν, που εκδηλώνεται και στο γεγονός, ότι εάν του ζητούμεν κάτι σύμφωνον προς το θέλημά του, ακούει την προσευχήν μας και εκπληρώνει το αίτημά μας.

Α Ιω. 5,15          καὶ ἐὰν οἴδαμεν ὅτι ἀκούει ἡμῶν ὃ ἂν αἰτώμεθα, οἴδαμεν ὅτι ἔχομεν τὰ αἰτήματα ἃ ᾐτήκαμεν παρ᾿ αὐτοῦ.

Α Ιω. 5,15                  Και εφ' όόσον γνωρίζομεν καλά και είμεθα βέβαιοι ότι μας ακούει εις ο,τι ηθέλαμεν ζητήσει από αυτόν, γνωρίζομεν επίσης καλά, ότι έχομεν και τα αιτήματα που εζητήσαμεν από αυτόν δια της προσευχής (εφ' όσον βέβαια αυτά είναι σύμφωνα με το άγιον θέλημα του).

Α Ιω. 5,16          Ἐάν τις ἴδῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς θάνατον. ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήσῃ.

Α Ιω. 5,16                 Εάν κανείς ίδη τον αδελφόν του να διαπράττη αμαρτίαν, η οποία δεν φέρει πνευματικόν θάνατον, θα ζητήση από τον Θεόν δια της προσευχής και θα δώση ο Θεός εις αυτόν ζωήν· δηλαδή θα δώση άφεσιν και ζωήν, εις εκείνους που περιπίπτουν εις μη θανάσιμα αμαρτήματα. Υπάρχει αμαρτία, η οποία οδηγεί προς τον πνευματικόν θάνατον· δεν λέγω και δεν προτρέπω να παρακαλέση κανείς τον Θεόν δια την θανάσιμον και αθεράπευτον πλέον αυτήν αμαρτίαν.

Α Ιω. 5,17          πᾶσα ἀδικία ἁμαρτία ἐστί· καὶ ἔστιν ἁμαρτία οὐ πρὸς θάνατον.

Α Ιω. 5,17                  Καθε αδικία, και η πλέον μικρά παράβασις του θείου θελήματος, είναι αμαρτία. Αλλ' υπάρχει και αμαρτία, που οδηγεί προς τον πνευματικόν θάνατον.

Α Ιω. 5,18          Οἴδαμεν ὅτι πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐχ ἁμαρτάνει, ἀλλ᾿ ὁ γεννηθεὶς ἐκ τοῦ Θεοῦ τηρεῖ ἑαυτόν, καὶ ὁ πονηρὸς οὐχ ἅπτεται αὐτοῦ.

Α Ιω. 5,18                 Γνωρίζομεν δε καλά, ότι καθένας που έχει αναγεννηθή από τον Θεόν, αγωνίζεται επιτυχώς κατά της αμαρτίας και δεν αμαρτάνει. Αλλά προφυλάσσει τον ευατόν του από την αμαρτίαν εκείνος, που έχει αναγεννηθή από τον Θεόν, και ο πονηρός δεν τον θίγει ούτε και έχει καμμίαν εξουσίαν επάνω εις αυτόν.

Α Ιω. 5,19          οἴδαμεν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν, καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται.

Α Ιω. 5,19                 Εχομεν βεβαίαν την πληροφορίαν της συνειδήσεως ότι ημείς οι πιστοί είμεθα από τον Θεόν, ενώ εξ αντιθέτου όλοι οι μακράν του Θεού, οι άνθρωποι του αμαρτωλού κόσμου, είναι βυθισμένοι μέσα εις την πονηρίαν και ευρίσκονται κάτω από την εξουσίαν του πονηρού.

Α Ιω. 5,20          οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν· καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ. οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος.

Α Ιω. 5,20                 Γνωρίζομεν δε καλά, ότι ο Υιός του Θεού έχει έλθει και μας έδωσε νουν φωτισμένον και ικανόν να γνωρίζωμεν τον αληθινόν Θεόν. Είμεθα δε και ζώμεν μέσα στον αληθινόν Θεόν, δια του Υιού του, του Ιησού Χριστού. Και αυτός, ο Ιησούς Χριστός, είναι ο αληθινός Θεός, και η αιώνιος ζωή και η ανεξάντλητος πηγή της αιωνίας ζωής.

Α Ιω. 5,21          Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν εἰδώλων· ἀμήν.

Α Ιω. 5,21                 Παιδιά μου, αγαπημένα μου παιδιά, προφυλάξτε τον εαυτόν σας από τα διάφορα είδωλα του αμαρτωλού και απίστου κόσμου. Αμήν.